- σωσσυρίτης
- ο, Ν(ορυκτ.) συμπαγές συσσωμάτωμα ορυκτών, το οποίο σχηματίζεται από την εξαλλοίωση τών πλαγιοκλάστων, στους γάββρους και στους νορίτες.[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. saussurite, από το όν. τού Ελβετού φυσιολόγου και φυσικού Η. Benedict de Saussure].
Dictionary of Greek. 2013.